ορεόδοξος

ορεόδοξος
η
βοτ. γένος φοινικοειδών τής Αμερικής τού οποίου μερικά είδη φθάνουν το ύψος τών 50 μέτρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oreodoxa < ορεο- (βλ. λ. όρος [II]) + δόξα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”